COUNTIF
Η συνάρτηση COUNTIF επιστρέφει τον αριθμό των κελιών σε μια συλλογή που πληρούν μια δεδομένη συνθήκη.
COUNTIF(πίνακας-τιμών-προς-δοκιμή, συνθήκη)
πίνακας-τιμών-προς-δοκιμή: Η συλλογή που περιέχει τις τιμές προς έλεγχο. Το όρισμα πίνακας-τιμών-προς-δοκιμή μπορεί να περιέχει οποιεσδήποτε τιμές.
συνθήκη: Μια παράσταση που συγκρίνει ή δοκιμάζει τιμές και επιστρέφει την τιμή Boole TRUE ή FALSE. Η συνθήκη μπορεί να περιλαμβάνει τελεστές σύγκρισης, σταθερές, τον τελεστή συνένωσης με συμπλεκτικό, αναφορές και μπαλαντέρ. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μπαλαντέρ για την αντιστοίχιση οποιουδήποτε μεμονωμένου χαρακτήρα ή πολλαπλών χαρακτήρων στην παράσταση. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το σύμβολο ? (λατινικό ερωτηματικό) για αντιπροσώπευση ενός χαρακτήρα, τον αστερίσκο (*) για αντιπροσώπευση πολλών χαρακτήρων και την περισπωμένη (~) για να καθορίσετε ότι ο ακόλουθος χαρακτήρας πρέπει να αντιστοιχιστεί παρά να χρησιμοποιηθεί ως μπαλαντέρ.
Σημειώσεις
Κάθε όρισμα πίνακας-τιμών-προς-δοκιμή συγκρίνεται με το όρισμα συνθήκη. Αν η τιμή πληροί τη δοκιμή υπό όρους, συμπεριλαμβάνεται στη μέτρηση.
Παραδείγματα |
---|
Οι πληροφορίες στον ακόλουθο πίνακα δεν είναι σημαντικές, αλλά χρησιμεύουν στην απεικόνιση του τύπου των ορισμάτων που συμπεριλαμβάνει η συνάρτηση COUNTIF στο αποτέλεσμά της. Δεδομένου του ακόλουθου πίνακα: |
A | B | C | D | |
---|---|---|---|---|
1 | 100 | 200 | 300 | 400 |
2 | lorem | ipsum | dolor | sit |
3 | 100 | 200 | 300 | sit |
4 | TRUE | TRUE | FALSE | FALSE |
5 | 200 | 400 |
Η συνάρτηση =COUNTIF(A1:D1; “>0”) επιστρέφει αποτέλεσμα 4, επειδή όλα τα κελιά στη συλλογή έχουν τιμή μεγαλύτερη από μηδέν. Η συνάρτηση =COUNTIF(A3:D3, “>=100”) επιστρέφει αποτέλεσμα 3, επειδή και οι τρεις αριθμοί είναι μεγαλύτεροι από ή ίσοι με 100 και η τιμή κειμένου αγνοείται στη σύγκριση. Η συνάρτηση =COUNTIF(A1:D5; “=ipsum”) επιστρέφει αποτέλεσμα 1, επειδή η συμβολοσειρά κειμένου «ipsum» εμφανίζεται μία φορά στη συλλογή που καθορίζεται από το εύρος. Η συνάρτηση =COUNTIF(A1:D5; “=*t”) επιστρέφει αποτέλεσμα 2, επειδή στη συλλογή που καθορίζεται από το εύρος εμφανίζεται δύο φορές μια συμβολοσειρά που λήγει στο γράμμα «t». |
Παράδειγμα—Αποτελέσματα έρευνας |
---|
Αυτό το παράδειγμα συγκεντρώνει τις επεξηγήσεις που χρησιμοποιούνται στις στατιστικές συναρτήσεις. Βασίζεται σε υποθετική έρευνα. Η έρευνα ήταν σύντομη (μόνο πέντε ερωτήσεις) και είχε πολύ περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων (10). Κάθε ερώτηση μπορούσε να απαντηθεί σε μια κλίμακα από το 1 έως το 5 (πιθανόν το εύρος από το «ποτέ» μέχρι το «πάντα») ή να μην απαντηθεί. Σε κάθε έρευνα είχε εκχωρηθεί ένας αριθμός (αναγνωριστικό) πριν σταλεί μέσω email. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τα αποτελέσματα. Οι ερωτήσεις που απαντήθηκαν εκτός του εύρους (λανθασμένες) ή δεν απαντήθηκαν υποδεικνύονται με ένα λευκό κελί στον πίνακα. |
A | B | C | D | E | F | |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | Αναγνωριστικό | Τ1 | Τ2 | Τ3 | Τ4 | Τ5 |
2 | 101 | 5 | 4 | 4 | 3 | 4 |
3 | 105 | 3 | 2 | 2 | 3 | 3 |
4 | 102 | 4 | 4 | 4 | 4 | |
5 | 104 | 3 | 4 | 2 | 4 | 3 |
6 | 107 | 4 | 3 | 3 | ||
7 | 106 | 4 | 3 | 3 | 4 | |
8 | 109 | 3 | 4 | 1 | 3 | 4 |
9 | 111 | 5 | 2 | 2 | 5 | 3 |
10 | 121 | 4 | 2 | 3 | 3 | 4 |
11 | 115 | 3 | 3 | 3 | 3 |
Για την επεξήγηση κάποιων από τις συναρτήσεις, ας υποθέσουμε ότι ο αριθμός της έρευνας περιλάμβανε ένα αλφαβητικό πρόθεμα και ότι η κλίμακα ήταν A–E, αντί για 1–5. Ο πίνακας θα είχε αυτήν τη μορφή: |
A | B | C | D | E | F | |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | Αναγνωριστικό | Τ1 | Τ2 | Τ3 | Τ4 | Τ5 |
2 | 101 | E | D | D | C | D |
3 | 105 | C | B | B | C | C |
4 | 102 | D | D | D | D | |
5 | 104 | C | D | B | D | C |
6 | 107 | D | C | C | ||
7 | 106 | D | C | C | D | |
8 | 109 | C | D | A | C | D |
9 | 111 | E | B | B | E | C |
10 | 121 | D | B | C | D | |
11 | 115 | C | C | C | C | C |
Χρησιμοποιώντας αυτόν τον πίνακα δεδομένων και κάποιες από τις διαθέσιμες στατιστικές συναρτήσεις, μπορείτε να συγκεντρώσετε πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας. Έχετε υπόψη σας ότι το παράδειγμα είναι επίτηδες μικρό, συνεπώς τα αποτελέσματα ενδέχεται να φαίνονται προφανή. Ωστόσο, αν είχατε 50, 100 ή περισσότερους συμμετέχοντες και πιθανόν περισσότερες ερωτήσεις, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν προφανή. |
Συνάρτηση και ορίσματα | Περιγραφή του αποτελέσματος |
---|---|
=CORREL(B2:B11; C2:C11) | Καθορίζει τη συσχέτιση της ερώτησης 1 και της ερώτησης 2 χρησιμοποιώντας την ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης. Η συσχέτιση αποτελεί μέτρο του κατά πόσο συνδέεται η αλλαγή δύο μεταβλητών (σε αυτήν την περίπτωση, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις της έρευνας). Συγκεκριμένα, τίθεται η ερώτηση: Αν ένας συμμετέχων απάντησε την ερώτηση 1 με υψηλότερη (ή χαμηλότερη) τιμή από τον μέσο όρο για την ερώτηση 1, ο συμμετέχων απάντησε επίσης την ερώτηση 2 με υψηλότερη (ή χαμηλότερη) τιμή από τον μέσο όρο για την ερώτηση 2; Σε αυτήν την περίπτωση, οι απαντήσεις δεν συσχετίζονται ιδιαίτερα (-0,1732) |
=COUNT(A2:A11) ή =COUNTA(A2:A11) | Καθορίζει τον συνολικό αριθμό των ερευνών που επιστράφηκαν (10). Σημειώστε ότι αν ο αριθμός έρευνας δεν είναι αριθμητικός, θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε τη συνάρτηση COUNTA αντί για τη συνάρτηση COUNT. |
=COUNT(B2:B11) ή =COUNTA(B2:B11) | Καθορίζει τον συνολικό αριθμό των απαντήσεων στην πρώτη ερώτηση (9). Επεκτείνοντας αυτόν τον τύπο στη γραμμή, μπορείτε να καθορίσετε τον συνολικό αριθμό των απαντήσεων σε κάθε ερώτηση. Επειδή όλα τα δεδομένα είναι αριθμητικά, η συνάρτηση COUNTA επιστρέφει τα ίδια αποτελέσματα. Αν, ωστόσο, η έρευνα είχε χρησιμοποιήσει A έως E, αντί για 1 έως 5, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσετε τη συνάρτηση COUNTA για να αντιστοιχίσετε τα αποτελέσματα. |
=COUNTBLANK(B2:B11) | Καθορίζει τον αριθμό των κενών κελιών, αντιπροσωπεύοντας τις άκυρες ή καθόλου απαντήσεις. Αν επεκτείνετε αυτόν τον τύπο στη γραμμή θα βρείτε ότι η ερώτηση 3 (στήλη D) έχει 3 άκυρες ή καθόλου απαντήσεις. Αυτό μπορεί να σας οδηγήσει να κοιτάξετε αυτήν την ερώτηση στην έρευνα για να δείτε αν ήταν αμφιλεγόμενη ή ασαφώς διατυπωμένη, καθώς καμία άλλη ερώτηση δεν είχε περισσότερες από 1 λανθασμένες απαντήσεις ή μη απαντήσεις. |
=COUNTIF(B2:B11; “=5”) | Καθορίζει τον αριθμό των συμμετεχόντων που απάντησαν με 5 σε μια συγκεκριμένη ερώτηση (σε αυτήν την περίπτωση, στην ερώτηση 1). Αν επεκτείνετε αυτόν τον τύπο στη γραμμή, θα μάθετε ότι μόνο στις ερωτήσεις 1 και 4 κανένας συμμετέχων δεν απάντησε στην ερώτηση με 5. Αν η έρευνα είχε χρησιμοποιήσει A έως E για το εύρος, θα χρησιμοποιούσατε τη συνάρτηση =COUNTIF(B2:B11; “=E”). |
=COVAR(B2:B11; C2:C11) | Καθορίζει τη συνδιακύμανση της ερώτησης 1 και της ερώτησης 2. Η συνδιακύμανση αποτελεί μέτρο του κατά πόσο συνδέεται η αλλαγή δύο μεταβλητών (σε αυτήν την περίπτωση, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις της έρευνας). Συγκεκριμένα, τίθεται η ερώτηση: Αν ένας συμμετέχων απάντησε την ερώτηση 1 με υψηλότερη (ή χαμηλότερη) τιμή από τον μέσο όρο για την ερώτηση 1, ο συμμετέχων απάντησε επίσης την ερώτηση 2 με υψηλότερη (ή χαμηλότερη) τιμή από τον μέσο όρο για την ερώτηση 2; Σημείωση: Η συνάρτηση COVAR δεν λειτουργεί με τον πίνακα που χρησιμοποιεί κλίμακα A–E, καθώς απαιτεί αριθμητικά ορίσματα. |
=STDEV(B2:B11) ή =STDEVP(B2:B11) | Καθορίζει την τυπική απόκλιση, ένα μέτρο διασποράς, των απαντήσεων στην ερώτηση 1. Αν επεκτείνετε αυτόν τον τύπο στη γραμμή, θα δείτε ότι οι απαντήσεις στην ερώτηση 3 είχαν τη μεγαλύτερη τυπική απόκλιση. Αν τα αποτελέσματα αντιπροσώπευαν απαντήσεις από όλο τον πληθυσμό που μελετάται και όχι από ένα δείγμα, θα χρησιμοποιόταν η συνάρτηση STDEVP αντί για τη συνάρτηση STDEV. Σημειώστε ότι η συνάρτηση STDEV είναι η τετραγωνική ρίζα της συνάρτησης VAR. |
=VAR(B2:B11) ή =VARP(B2:B11) | Καθορίζει τη διακύμανση—ένα μέτρο διασποράς—των απαντήσεων στην ερώτηση 1. Αν επεκτείνετε αυτόν τον τύπο στη γραμμή, θα δείτε ότι οι απαντήσεις στην ερώτηση 5 είχαν τη μικρότερη διακύμανση. Αν τα αποτελέσματα αντιπροσώπευαν απαντήσεις από όλο τον πληθυσμό που μελετάται και όχι από ένα δείγμα, θα χρησιμοποιόταν η συνάρτηση VARP αντί για τη συνάρτηση VAR. Σημειώστε ότι η συνάρτηση VAR είναι το τετράγωνο της συνάρτησης STDEV. |